- ῥόαν
- ῥόᾱν , ῥόαpomegranate-treefem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥοᾶν — ῥόα pomegranate tree fem gen pl (doric aeolic) ῥοή river fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοάν — ῥοά̱ν , ῥοή river fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AROE — civitas Achaiae, a cultu terrae sic dicta, alias Patrae, Steph. Aroa Pausaniae, in Achaicis, sic enim ille: Πατρέων οἱ τὰ αρχαιότατα μνημονεύοντες, φασὶν Εὔμηλον αὐτόχθονα οἰκῆσαι πρῶτον εν τῇ χώρα. Τριπτολέμου δὲ εν τῆς Α᾿ττικῆς ἀφικομένου, τὸν… … Hofmann J. Lexicon universale
κοκκίζω — και κουκκίζω (Α κοκκίζω) [κόκκος] νεοελλ. πασπαλίζω ζάχαρη ή κανέλα ή τρίμματα από αμύγδαλα πάνω σε φαγητό ή σε γλύκισμα αρχ. αφαιρώ τον πυρήνα καρπού, βγάζω το κουκούτσι («κοκκιεῑς ῥόαν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… … Dictionary of Greek
ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… … Dictionary of Greek
Ανγκιέν, δούκας του- — (Louis Antoine Henri de Bourbon Conde, duc d’ Enghien, 1772 – 1804).Γιος του Λουδοβίκου Ερρίκου και της Λουίζας της Ορλεάνης, έφυγε στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης (1789). Υπηρέτησε στον στρατό του παππού του Κοντέ και… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ενγκαντέν — (Engadine). Κοιλάδα της Ελβετίας. Διαμορφώθηκε από τον ποταμό Iv, παραπόταμο του Δούναβη, ο οποίος τη διαρρέει. Οι κάτοικοί της μιλούν τη ρομανική διάλεκτο και είναι προτεστάντες. Το κλίμα της Ε. είναι ψυχρό αλλά ξηρό και υγιεινό, γι’ αυτό και… … Dictionary of Greek
Λουάρ — I (Loire, ελλ. Λίγηρας). Ποταμός (1.010 χλμ.) της κεντροδυτικής Γαλλίας, ο μεγαλύτερος της χώρας, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Πηγάζει σε ύψος 1.425 μ. από το όρος Ζερμπιέ ντε Ζονκ (Κεντρικός Ορεινός Όγκος) και κατέρχεται με επικρατούσα… … Dictionary of Greek